Οι
δικές μου λάθος αποφάσεις στέκονται πάντα στην άκρη του μπαρ και με κοιτάζουν.
Έχουν ανακατεμένα μαλλιά και πυκνά σκληρά γένια. Η ματιά τους είναι
διαπεραστική πάνω απ’το ποτήρι με ό,τι πίνουν σκέτο.
Και ο
χαμηλός φωτισμός που δημιουργεί σκιές στο πρόσωπό τους προσδίδοντάς τους αυτό που
τους προσδίδει, σίγουρα δεν λειτουργεί υπέρ μου.
Οι
δικές μου λάθος αποφάσεις συνήθως γνωρίζουν ήδη κάποια από τις φίλες μου και
αρκετά σύντομα βρισκόμαστε να μας συστήνουν. Η χειραψία τους είναι φορτισμένη
με ρεύμα και το βλέμμα τους μαλακό από το ελαφρύ τους μειδίαμα.
Προσπαθώ
να συγκεντρωθώ στη διατήρηση μιας φυσιολογικής συζήτησης, την ώρα που η μουσική
καλύπτει τα μισά από τα λεγόμενά μας και χρειάζεται να τα ξαναπούμε. Ή
χρειάζεται να έρθουμε λίγο πιο κοντά ακόμα για να ακουστούμε.
Και
εν τέλει να κοιταχτούμε κι ύστερα να αποφασίσουμε πως αυτό που λέγαμε δεν είχε
και τόση σημασία τελικά. Οπότε σταματάμε και μένουμε να παρατηρούμε τη θέση
μας, του ενός δίπλα στον άλλον.
Οι
λάθος αποφάσεις μου έχουν βαθιά, ζεστή φωνή και οινοπνευματώδη ανάσα που
μπλέκεται με το άρωμα που ψέκασαν στον λαιμό και τα γένια τους. Καθώς
πλησιάζουμε, ο ένας αναπνέει ανεπαίσθητα στο πρόσωπο του άλλου. Αναπνέει το πρόσωπο του άλλου.
Συνήθως
δεν μπορώ να συγκεντρωθώ για να θυμηθώ αμέσως τον αριθμό του τηλεφώνου μου και
να τον δώσω, οπότε παριστάνω ότι διστάζω. Ωστόσο, τα μαλλιά των λάθος μου
αποφάσεων που μυρίζουν ζεστό μέλι και λουλούδια καθώς σκύβουν το κεφάλι προς
την οθόνη του κινητού τους και περιμένουν, με τη φωτεινότητα να τονίζει το
σχήμα των φρυδιών τους, με βγάζει από το δίλημμα στο οποίο δεν περιήλθα ποτέ
στην πραγματικότητα.
Και
σε λίγες έχει αλλάξει ο ρους όλης μου της μέρας, όταν αποκτά αξία μαγικών
μεγεθών ένα "πού είσαι?" και ένα απροσδόκητο "θέλω
να σε δω".
Ειδικά
όταν το τελευταίο έχει και αποσιωπητικά.
Τις
λάθος μου αποφάσεις τις αναγνωρίζω πια από τους χτύπους της καρδιάς μου. Γρήγοροι,
παρορμητικοί, ενοχλητικοί και δοσμένοι, ακυβέρνητοι και αδάμαστοι όταν δεν τους
νοιάζει να προδοθούν, να παραδοθούν. Να πληγωθούν.