Κοίταξε τώρα να δεις, την άβολη
συγκυρία στην οποία έχουμε περιέλθει.
Κάθισε και άκουσέ με –άσ’το κάτω
αυτό, θέλω να με ακούσεις καλά.
Τα σκεφτόμουν όλη μου τη ζωή αυτά που
ήθελα να σου πω απόψε. Τα΄χα σχεδιασμένα. Τα΄χα γράψει, τα είχα πει σε όλους.
Νομίζω πως τα σκεφτόμουν πριν να σε γνωρίσω. Ή ίσως, πριν να γεννηθώ.
Κι έτσι ήμουν σίγουρη για την επιτυχή
έκβαση του μονολόγου μου. Που συνοπτικά θα έλεγε ότι δεν μπορώ έτσι, ότι δεν
είμαι κατασκευασμένη για τη ζωή μας. Ότι μάλλον κάναμε κάποιο λάθος στη διαλογή
και στα ζύγια.
Ότι ξεχνάω να αναπνέω καμιά φορά. Κι
ότι χθες στ’αμάξι στον λόφο με τις στενές στροφές έκλεισα τα μάτια μου για μια
στιγμή. Ακούς πράγματα; Εγώ. Πήγα πάλι να τρελαθώ χθες εγώ.
Δεν ξέρω πώς να αποζημιώσω όλους που
χρειάζεται.
Είσαι κι εσύ που πιστεύεις στα γραφτά,
είμαι κι εγώ που δεν πιστεύω. Είναι και που τα ρυθμίζεις όλα όπως θες, δε βλέπω
πουθενά το μαγικό χέρι κανενός. Σε καμιά μας μέρα.
Κι έτσι απόψε σε φώναξα εδώ για να
σου πω όλα αυτά που σκέφτομαι από πριν γεννηθώ. Με περίμεναν από τα χρόνια που δεν ζούσε κανείς, να υπάρξω για να ισχύσουν, δεν θυμάμαι σε ποια ιστορική φάση εμφανίστηκες εσύ και η κατάστασή σου. Λίγη σημασία έχει, εσύ είσαι στο πλάνο πάντα έτσι κι αλλιώς,
ακόμα κι όταν είσαι εξαφανισμένος για βδομάδες.
Και κοίτα, αν είναι δυνατόν, μια ατυχής, δυσμενής συγκυρία που ορθώνεται μπροστά μας απόψε.
Τα
μάτια σου έκλεψαν τις λέξεις μου.
Ώσπου να τα συμφωνήσω με τη λήθη,
μέχρι να διαπραγματευτώ την τιμή μου, θα μας βάλω λίγο ποτό ακόμα και θα σου
τραγουδήσω όποια πικρή ανάμνησή μας μπορώ να ανακαλέσω. Θα προτιμηθούν όσες μου πάνε στη χροιά μου. Κι έτσι θα σε φέρω στο κλίμα.
Μου δεσμεύεις το μυαλό μου κι ό,τι
έχει μείνει ψάχνει γύρω του για παρέα αλλά είναι όλοι πληγωμένοι. Επικίνδυνοι.
Κι εγώ πάλι ξεχνάω να αναπνέω και
είμαι σίγουρη πως γραφτά δεν υπάρχουν κι αν υπήρχαν θα τα’σκιζα, κι αν τα’σκιζα
θα’κλαιγα από πάνω τους, κι αν μ' έβλεπες θα 'χες ένα ύφος τόσο παγωμένο, σαν να φοβόσουν – μα τι κάνεις εκεί, άσ’το
αυτό σου είπα.
Θα το διαλύσεις κι αυτό.